κερί

κερί
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο Κερί στη Ζάκυνθο.
* * *
και κηρί και κηρίο(ν), το (ΑΜ κηρίον, Μ και κηρίν)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα κηρία
ονομασία διαφόρων μονάδων με τις οποίες μετριέται η ένταση μιας πηγής φωτός
2. κηρός*
3. φρ. α) «είναι κίτρινος σαν το κερί» ή «είναι άσπρος σαν το κερί» — είναι ωχρός από αρρώστια ή από φόβο
β) «σέ ζητούσα με το κερί» — είχα απόλυτη ανάγκη και επιθυμία να σέ συναντήσω
γ) «λειώνει σαν το κερί» — για πρόσωπο που αδυνατίζει φανερά και βαθμιαία
δ) «κρατάει το κερί» — για συγγενή ή παρόντα φίλο μιας γυναίκας που ανέχεται ή υποθάλπει παράνομη ερωτική σχέση της με άλλον
4. παροιμ. «τάζει τής Παναγιάς κερί, τού διάβολου λιβάνι» — γι' αυτούς που χρησιμοποιούν κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να πετύχουν τον σκοπό τους
νεοελλ.-μσν.
κυλινδρικό ραβδί που συνήθως χρησιμοποιείται στις εκκλησίες, αλλά και για φωτισμό, κατασκευασμένο από κερί μελισσών ή από διάφορα υποκατάστατα του, που περιβάλλουν ένα φιτίλι τού οποίου η καύση παράγει φωτιστική φλόγα
αρχ.
1. κηρήθρα* («ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται», Πλάτ.)
2. μτφ. καθετί ευχάριστο
3. είδος νοσήματος τού δέρματος
3. στον πληθ. το κηρία
το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερί < κερ-ίον (με τροπή τού ί σε e προ τού -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < κηρ-ίον, υποκορ. τού κηρός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κερί — το λαμπάδα από κερί: Άναψε το κερί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέρι — Sp Kèris Ap Κέρι/Keri L Graikija (Zakinto s.) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κέρι, Γουίλιαμ — (William Carey, 1761 – 1834). Άγγλος προτεστάντης ιεραπόστολος και γλωσσολόγος. Διακρίθηκε για το ιεραποστολικό του έργο στις Ινδίες, όπου ίδρυσε το 1792 την Εταιρεία των Βαπτιστών Ιεραποστόλων και μελέτησε τις ινδικές γλώσσες και την ινδική… …   Dictionary of Greek

  • κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… …   Dictionary of Greek

  • κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κηροπλαστική — Η τέχνη της πλαστικής και της δημιουργίας μορφών με κερί. Η κ. ήταν γνωστή από την αρχαιότητα στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και αναφέρεται συχνά από τον Κικέρωνα, τον Πλίνιο και τον Ιουβενάλη. Το κερί υφίστατο κατάλληλη επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • μπατίκ — Τεχνική που μεταχειρίζονται στην Ιάβα για να βάφουν βαμβακερά υφάσματα με χρωματιστά σχέδια. Με ένα μικρό εργαλείο που αποκαλείται τζάντινγκ, απλώνεται στο ύφασμα ένα στρώμα υγρού κεριού στο τμήμα που αντιστοιχεί προς το σχέδιο το οποίο πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • αγιοκέρι — το 1. λαμπάδα τής εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών 2. το κερί τής μέλισσας 3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa τής τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί] …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”